- οἰκοδομία
- οἰκοδομίᾱ , οἰκοδομίαbuildingfem nom/voc/acc dualοἰκοδομίᾱ , οἰκοδομίαbuildingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οικοδομία — οἰκοδομία, ἡ (Α) [οικοδόμος (Ι)] 1. οικοδόμηση («καὶ δήλη ἡ οἰκοδομία... ὅτι κατὰ σπουδὴν ἐγένετο», Θουκ.) 2. οικοδόμημα … Dictionary of Greek
οἰκοδομίᾳ — οἰκοδομίαι , οἰκοδομία building fem nom/voc pl οἰκοδομίᾱͅ , οἰκοδομία building fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομίας — οἰκοδομίᾱς , οἰκοδομία building fem acc pl οἰκοδομίᾱς , οἰκοδομία building fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομίαι — οἰκοδομία building fem nom/voc pl οἰκοδομίᾱͅ , οἰκοδομία building fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομίαν — οἰκοδομίᾱν , οἰκοδομία building fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομιῶν — οἰκοδομία building fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομίαις — οἰκοδομία building fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομαίος — δομαῑος α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στην, προορίζεται για οικοδομία 2. οἱ δομαῑοι (ενν. λίθοι) οι θεμέλιοι λίθοι … Dictionary of Greek
λεσβίος — ία, ο, θηλ. και λεσβιάδα (AM λεσβίος, ία, ον, Α θηλ. και λεσβίας, άδος και λεσβίς, ίδος) [Λέσβος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λέσβο ή προέρχεται από τη Λέσβο 2. (το αρσ. και θηλ. ως εθνικά) ο Λεσβίος, η Λεσβία ο κάτοικος τής Λέσβου ή… … Dictionary of Greek
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek